ευφυλλος

ευφυλλος
    εὔφυλλος
    εὔ-φυλλος
    2
    густолиственный
    

(Νεμέα Pind.; δάφνη Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ευφυλλος" в других словарях:

  • εύφυλλος — εὔφυλλος, ον (Α) αυτός που έχει πολλά και ωραία φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φύλλον] …   Dictionary of Greek

  • εὔφυλλος — leafy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφυλλον — εὔφυλλος leafy masc/fem acc sg εὔφυλλος leafy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφύλλοις — εὔφυλλος leafy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφύλλοισιν — εὔφυλλος leafy masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφύλλου — εὔφυλλος leafy masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφύλλους — εὔφυλλος leafy masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφύλλων — εὔφυλλος leafy masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφύλλῳ — εὔφυλλος leafy masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφυλλοι — εὔφυλλος leafy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»